ἀπῶρυξ

ἀπῶρυξ
ἀπῶρυξ, υγος, , ([etym.] ἀπορύσσω)
A canal from a place,

ἀπώρυγες συχναί Procop.Vand.2.19

(Scalig., for ἀπορρῶγες): metaph. of Samos,

ἀ. τῆς πόλεως Demad.Fr.4

S., cf. Phld.Rh.1.181 S.
II layer of a vine, LXX Ez.17.6, Gp.5.18.1, POxy.1631.10 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απώρυξ — ἀπώρυξ ( υγος), η (AM) 1. υπόγειος οχετός ή διώρυγα 2. βλαστός που φυτεύεται στη γη χωρίς να αποσπαστεί από το μητρικό κλήμα, καταβολάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορύσσω. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • ἀπώρυγα — ἀπῶρυξ canal from fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώρυγας — ἀπῶρυξ canal from fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώρυγες — ἀπῶρυξ canal from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”